σταβάρι

σταβάρι
το плужное дышло

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "σταβάρι" в других словарях:

  • σταβάρι — και στιβάρι, το, Ν το τμήμα τού ρυμού τού αρότρου προς τη μεριά τού ζυγού. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο *ἱστοβο άριον υποκορ. τού αρχ. ἱστο βοεύς*] …   Dictionary of Greek

  • σταβάρι — το μέρος του αλετριού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άροτρο — Γεωργικό εργαλείο που σύρεται και με συνεχή εργασία σχίζει και ξανακυλά το χώμα και το προετοιμάζει για τις επόμενες φάσεις της καλλιέργειας. H χρήση του α., αν και πανάρχαια, χαρακτηρίζει λαούς με ανώτερο πολιτισμό, μη νομαδικούς. Το ά. ήταν… …   Dictionary of Greek

  • ακροστάβαρο — το η ακροσταβαριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο (Ι) + ουσ. σταβάρι*] …   Dictionary of Greek

  • ιστοβοεύς — ο (Α ἱστοβοεύς) ο ρυμός τού αρότρου, το μακρύ ξύλο που συνδέει τον ζυγό με το υνί, κν. ρούδα, σταβάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστὸς βόειος με την κατάλ. εύς] …   Dictionary of Greek

  • στιβάρι — Ημιορεινός οικισμός (16 κάτ., υψόμ. 160 μ.), στην επαρχία Άνδρου του νομού Κυκλάδων. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Μπατσίου. * * * το, Ν βλ. σταβάρι …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»